-
1 довольно
довольно 1. нареч. αρκετά· сегодня \довольно холодно (жарко) σήμερα κάνει αρκετά κρύο ( ζέστη) 2. предик, (достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί· \довольно! φτάνει πια!* * *1. нареч.2. предик.сего́дня дово́льно хо́лодно (жа́рко) — σήμερα κάνει αρκετά κρύο (ζέστη)
( достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκείдово́льно! — φτάνει πια!
-
2 достаточно
достаточно αρκετά, φτάνει' этого \достаточно φτάνει πια* * *αρκετά, φτάνειэ́того доста́точно — φτάνει πια
-
3 довольно
επίρ.1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.
2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.
3. αρκετά, επαρκώς•довольно поздно αρκετά αργά•
довольно красивая αρκετά όμορφη•
довольно хорошо αρκετά καλά•
-молод αρκετά νέος•
прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.
4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•
довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•
тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•
довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.
-
4 лишь
лишь: \лишь бы... φτάνει να…, μονάχα να...· \лишь только он вошёл... μόλις μπήκε... лоб м το μέτωπο* * *лишь бы… — φτάνει να..., μονάχα να…
лишь то́лько он вошёл… — μόλις μπήκε...
-
5 перестать
перестать 1) παύω, σταματώ· \перестатьньте! φτάνει!, πάψτε! 2) (о дожде, снеге) σταματώ· дождь \перестатьл σταμάτησε η βροχή* * *1) παύω, σταματώпереста́ньте! — φτάνει!, πάψτε!
2) (о дожде, снеге) σταματώдождь переста́л — σταμάτησε η βροχή
-
6 хватать
I хватать Ι (схватывать) αρπάζω, πιάνω II хватать II (быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνω· мне \хвататьет... μου αρκεί...· не \хвататьет времени δε φτάνει ο καιρός* * *I( схватывать) αρπάζω, πιάνωII( быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνωмне хвата́ет... — μου αρκεί…
не хвата́ет вре́мени — δε φτάνει ο καιρός
-
7 хватить
-
8 довольно
довольно Iнареч1. (с прил и нареч) ἀρκετά, ἐπαρκώς:я чу́вствую себя́ \довольно хорошо́ αἰσθάνομαι τόν ἐαυτόν μου ἀρκετά καλά· \довольно красивый ἀρκετά δμο-ρφος·2. (достаточно) ἀρκετά, ἀρκεί, φθάνει:с меня и этого \довольно γιά μένα αὐτό εἶναι ἀρκετό· \довольно, мне это надоело1 φτάνει! βαρέθηκα!· \довольно говорить об э́том! φτάνει (νά μιλάμε) γι· αὐτό!довольно IIнареч μέ Ικανοποίηση, ικανοποιημένος:он \довольно улыбался χαμογελούσε μέ Ικανοποίηση. -
9 доставать
доста||ва́тьнесов1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:\доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:\доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:\доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·2. безл разг:ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του. -
10 заглаза
заглазанареч разг1. (в отсутствие кого-л.) πίσω ἀπ' τίς πλάτες, ἀπό πίσω·2. (с избытком) φτάνει καί περισσεύει, μέ τό παραπάνω:этого \заглаза хватит φτάνει καί παραφτάνει. -
11 мало
мало1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·2. предик безл:этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ. -
12 полно
по́лно Iпредик безл разг (довольно) φτάνει!, πάψε!:\полно болтать! φτάνει ἡ φλυ-αρἰαΙ· \полно плакать πάψε τά κλάματαполно́ IIнареч ξέχειλα, γεμάτα:здесь \полно народу ἐδῶ εἶναι γεμάτο κόσμο. -
13 буду
будешь, будет, будем, будете, будут.1. μελ. του ρ. быть.2. (απλ.)•, χρησιμοποιείται με σημ. ενστ. ты сам от куда будешь? εσύ από που είσαι;3. γ’ ενκ. προσ. -ет είναι, είσαι., έχει, έχεις•сколько, дедушка, тебе лет? сто -ет? πόσα χρόνια είσαι παππού; Εκατό τάχεις;
4. γ’ ενκ. προσ.-ет αρκετά, αρκεί, φτάνει•-ет, не плачь φτάνει, μην κλαις.
εκφρ.(я) не я буду – κόβω το κεφάλι μου (είμαι απόλυτα πεπεισμένος). -
14 достаточно
επίρ.1. αρκετά, επαρκώς•сильный αρκετά δυνατός.
|| σημαντικά.2. ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, είναι αρκετό•этого для меня достаточно αυτό για μένα φτάνει, μου είναι αρκετό•
-взглянуть, напомнить, сказать αρκεί να ρίξεις μια ματιά, να υπενθυμίσεις, να πεις.
-
15 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
16 век
векм1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·3. (жизнь) разг ἡ ζωή:весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος. -
17 веять
веятьнесов1. (зерно) λιχνίζω·2. (о ветре) πνέω, φυσῶ·3. безл:веет весной μυρίζει ἄνοιξη, φτάνει ἡ ἄνοιξη. -
18 виноград
виноградм1. (растение) τό κλήμα, τό ἀμπελόκλημα, ἡ ἀμπελος:разведение \винограда ἡ ἀμπελουργία· дикий \виноград τό ἀγριό-κλημα·2. (ягоды) τό σταφύλι:сбор \винограда ὁ τρύγος· сборщик (сборщица) \винограда ὁ τρυγητής (ή τρυγήτρια)· ◊ зелен \виноградΙ δμφακες είσί!, δσα δέν φτάνει ἡ ἀλεποϋ τά κάνει κρεμαστάρια!. -
19 достаточно
достаточн||о1. нареч ἀρκετά, ἐπαρκές, ἀρκούντως:\достаточно сильный ἀρκετά δυνατός· ^ хорошо́ ἀρκετά καλά·2. предик безл ἀρκεΐ, φθάνει, εἶναι ἀρκετό[ν]:\достаточно взгляну́ть, чтобы... φτάνει νά ρίξεις μιά ματιά γιά νά...· \достаточно было одного́ сло́-ва ·· μιά λέξη ἐφτανε γιά νά... -
20 доходить
доходитьнесов1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:\доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek